καρταίπους

καρταίπους
καρταίπους
1 strong-footed one i. e. bull. (v. W. Schulze. Kl. Schr. 405.) ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ (byz.: κραται- codd.) O. 13.81

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρταίπους — καρταίπους, ουν (Α) κραταίπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρταί + πους (< ποῦς), πρβλ. γωνιό πους, ελαφό πους το α συνθετικό καρταί είναι μορφή με την οποία απαντά η λ. κάρτος (κράτος) ως α συνθετικό, κατά τα παλαί , χαμαί (πρβλ. παλαίμαχος, χαμαι… …   Dictionary of Greek

  • καρταίποδ' — καρταίποδα , καρταίποδα larger cattle neut nom/voc/acc pl καρταίποδα , καρταίπους larger cattle neut nom/voc/acc pl καρταίποδα , καρταίπους larger cattle masc/fem acc sg καρταίποδι , καρταίπους larger cattle masc/fem/neut dat sg καρταίποδε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”